αλλέα
Смотреть что такое "αλλέα" в других словарях:
Ρουσό, Τεοντόρ — (Rousseau, 1812 – 1867). Γάλλος ζωγράφος. Το 1831 και το 1835 έστειλε στο Σαλόν του Παρισιού πίνακές του, που τους είχε φιλοτεχνήσει στα δάση της Κομπιένης στη Νορμανδία και στις όχθες του Σηκουάνα. Τα έργα του εκείνα θεωρήθηκαν υπερβολικά… … Dictionary of Greek